- ενοχικός
- η , ό[ν]1) относящийся к вине; 2) юр. относящийся к обязательству;
ενοχική σχέση — отношения, строящиеся на основе обязательств
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενοχική σχέση — отношения, строящиеся на основе обязательств
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενοχικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αστική ενοχή 2. φρ. «ενοχικό δίκαιο» το σύνολο τών κανόνων που ρυθμίζουν θέματα ενοχών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενοχή. Η λ. μαρτυρείται από το 1856] … Dictionary of Greek
ενοχικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στην αστική ενοχή: Ενοχικό δίκαιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)